- λαπακτικός
- λαπακτικός, -ον (Α) [λαπάσσω]καθαρτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαπακτικός — laxative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπακτικά — λαπακτικός laxative neut nom/voc/acc pl λαπακτικά̱ , λαπακτικός laxative fem nom/voc/acc dual λαπακτικά̱ , λαπακτικός laxative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπακτικόν — λαπακτικός laxative masc acc sg λαπακτικός laxative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπακτικοί — λαπακτικός laxative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπακτικῇσιν — λαπακτικός laxative fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπακτική — λαπακτικός laxative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπτικός — λαπτικός, ή, όν (Α) ο κατάλληλος για κένωση, καθαρτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφαλμένο τ. αντί λαπακτικός < λαπάσσω «αδειάζω»] … Dictionary of Greek
λαπακτικάς — λαπακτικά̱ς , λαπακτικός laxative fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)